- διατροχάζω
- διατροχάζω, of a horse,A trot, X.Eq.7.11; of a person, ride to and fro, App.BC4.125; also, hasten, ἐπί, ἐς . ., ib.1.69, 5.105: abs., bustle about, Eun.VSp.463 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διατροχάζω — διατροχάζω, (Α) [τροχάζω] 1. (για άλογα) τριποδίζω, καλπάζω 2. (για πρόσωπα) τρέχω έφιππος εδώ κι εκεί 3. σπεύδω, ορμώ 4. κινούμαι με θόρυβο τριγύρω … Dictionary of Greek
διατροχάζουσιν — διατροχάζω trot pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διατροχάζω trot pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διατροχάζω trot pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διατροχάζω trot pres ind act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροχάζοντος — διατροχάζω trot pres part act masc/neut gen sg διατροχάζω trot pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροχάζων — διατροχάζω trot pres part act masc nom sg διατροχάζω trot pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατετροχασμένην — διατροχάζω trot perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετρόχαζε — διατροχάζω trot imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετρόχαζεν — διατροχάζω trot imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)